17 Μαρτίου 2018

Ο Στίβεν Χόκινγκ, ο Θεός και ο ρόλος της επιστήμης


Εις μνήμην του μεγάλου βρετανού αστροφυσικού από το πανεπιστήμιο του Καϊμπριτζ, Στίβεν Χόκινγκ, που απεβίωσε 76 ετών στις 14 Μαρτίου, έχουν γραφτεί πολλά στον τύπο τις μέρες αυτές. Το επιστημονικό του έργο είναι τεράστιο και αναμφισβήτητο. 

Ανακάλυψα ένα άρθρο του καθηγητή χημείας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Alister McGrath, που αναφέρεται στο τελευταίο επιστημονικό βιβλίο του Χόκινγκ που δημοσιεύτηκε το 2010. Μεταφέρω κάποια αποσπάσματα:

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Το Μεγάλο Σχέδιο» (The Grand Design, 2010 δείτε και πρώτη ανάρτηση), ο Stephen Hawking δηλώνει: «Επειδή υπάρχει ένας νόμος όπως η βαρύτητα, το Σύμπαν είναι σε θέση – όντως – να αυτοδημιουργείται, από το τίποτα. Η αυθόρμητη αυτή δημιουργία είναι ο λόγος που υπάρχει κάτι, που το Σύμπαν υπάρχει, που εμείς υπάρχουμε, και όχι το τίποτα.»

‘Η Μεγάλη Έκρηξη στην αρχή του Σύμπαντος συνέβη αυθόρμητα, και είναι αποτέλεσμα των νόμων της φυσικής και όχι κάποιου κοσμικού σχεδιαστή’. Τέτοιου είδους διακηρύξεις είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να διαφημίσει και να προωθήσει κανείς ένα βιβλίο. Και επίσης ένας τρόπος για να διασκεδάσει κανείς την συζήτηση περί Θεού, επειδή δημιουργεί αμφιλεγόμενα ερωτήματα. 

Επιτρέψτε μου να εξερευνήσω μερικά από αυτά.

Όσον αφορά το (τελευταίο επιστημονικό) βιβλίο του Hawking, κατά πόσο ταρακουνάει αυτό εδραιωμένες απόψεις; Όχι πολύ, νομίζω. Οι επιστημονικοί συνεργάτες μου στην Οξφόρδη και στο Λονδίνο είναι προβληματισμένοι από τις τολμηρές δηλώσεις του Χόκινγκ για τον Θεό, κυρίως επειδή πρόκειται για θεωρητικές ερμηνείες μιας ήδη πολύ θεωρητικής σπέκουλας.

Η ανάλυσή που κάνει απογοητεύει επειδή εκθέτει αδυναμίες σε πολλά κρίσιμα σημεία. Η Μεγάλη Έκρηξη, υποστηρίζει, ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια των νόμων της φυσικής. «Επειδή υπάρχει ένας νόμος όπως η βαρύτητα, το σύμπαν μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτα». Ωστόσο, ο Hawking φαίνεται εδώ να συγχέει τον νομοθέτη με τον εκτελεστικό παράγοντα. Οι νόμοι όμως καθαυτοί δεν δημιουργούν. Απλώς είναι περιγραφή του τι συμβαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Φανταστείτε ότι παρακολουθείτε ένα παιχνίδι κρίκετ. Οι νόμοι της μηχανικής του Νεύτωνα μας βοηθούν να καταλάβουμε, πώς ένας παίκτης μπορεί να χτυπήσει «εξάρα». Αλλά αυτό το συμβάν δεν το προκαλούν οι νόμοι καθαυτοί, αλλά ο παράγοντας «παίκτης». Οι νόμοι απλά μας βοηθούν στην εξήγηση του τι συμβαίνει.

Ο Χόκινγκ μας λέει ότι δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς την ιδέα ενός δημιουργού, επειδή οι νόμοι της φυσικής ήδη υπάρχουν. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι καινοτόμος. Απλά αναβάλλει το θέμα κατά ένα στάδιο. Δεν διερωτάται από πού προέκυψαν οι νόμοι της φυσικής; Ποιος τους έκανε; Πώς άρχισε να υπάρχει αυτό που θεωρούμε «βαρύτητα»; Ποιος παράγοντας την έθεσε σε λειτουργία;

Φαίνεται να πιστεύει πως πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ των νόμων της φύσης και του Θεού. Ωστόσο, αυτό απλά δεν ανταποκρίνεται στο ζήτημα που τίθεται από τον εκάστοτε παράγοντα. Σκεφτείτε τον Leonardo da Vinci ζωγραφίζοντας τη Μόνα Λίζα. Παρ΄ όλο που οι νόμοι της φύσης βοηθούν στην κατανόηση του συμβάντος της δημιουργίας του σημαντικού αυτού έργου τέχνης, δεν μας υποχρεώνουν να ξεγράψουμε τον Λεονάρντο ως παραγωγό αυτού του έργου τέχνης ως περιττό στην όλη υπόθεση.

Θεωρώ όμως ότι το πρόβλημα με την προσέγγιση αυτή του Hawking είναι πολύ πιο βαθύ. Γι’ αυτό και πολλοί επιστήμονες είναι θυμωμένοι με την προσέγγισή του αυτή, επειδή επιφέρει χωρίς λόγο δυσφήμιση στην επιστήμη, υπερτονίζοντας τις ικανότητές της. Η επιστήμη σαφώς και είναι μεγάλη επιτυχία του ανθρωπίνου πνεύματος και ευρέως θεωρείται η πιο ασφαλής και αξιόπιστη μορφή ανθρώπινης γνώσης έχοντας αποκτήσει την αξιοζήλευτη αυτή φήμη με τη σεμνότητα της στάσης της.
Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι δεν χρειάζεται να έχουν γνώμη για τα πάντα αλλά για όλα αυτά που μπορεί να αποδειχτούν ως αληθινά υπό μια αυστηρή πειραματική έρευνα. Η επιστήμη προσπαθεί να περιγράψει μορφές και διαδικασίες της φύσης, αρνούμενη να σχολιάζει το νόημα ή την αξία τους. Βρίσκεται εκτός ηθικών, πολιτικών ή θρησκευτικών συζητήσεων. Και καλώς πράττει.

Η πολιτιστική και πνευματική εξουσία της επιστήμης εξαρτάται αποφασιστικά από την απόλυτη ουδετερότητα της σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Αν αυτή γίνεται όμηρος ιδεολογικών σκοπών, τότε η δημόσια φήμη της προσβάλλεται. Το σημείο αυτό έχει εκτιμηθεί εδώ και αρκετό καιρό. Αν αφήσουμε την επιστήμη να κρατείται όμηρος από θρησκευτικούς ή αντιθρησκευτικούς φονταμενταλιστές, τότε επιτρέπουμε να υπονομεύεται η πνευματική της ακεραιότητα και να παραβιάζεται η πολιτιστική της εξουσία.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο πολλοί επιστήμονες σήμερα προβληματίζονται από την ατζέντα των «νέων αθεϊστών». Θεωρούν ότι θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της επιστήμης και μάλιστα την θέτει υπό την πειρατεία των σκοπών μιας αντιθρησκευτικής σταυροφορίας.

Όποιος χρησιμοποιεί την επιστήμη ως αντι-θρησκευτικό όπλο πρέπει να λάβει υπόψη του τα λόγια της ξακουστής βρετανίδας επιστήμονος Σούζαν Γκρίνφιλντ ότι «όλη η επιστήμη είναι προσωρινή και επομένως το να ισχυριστεί κανείς μια οριστική απάντησή της σε οτιδήποτε, δεν είναι παρά μια απλή άποψη. Θα ήταν πολύ μεγάλη ντροπή αν οι νέοι πίστευαν ότι για να είσαι επιστήμονας πρέπει να είσαι αθεϊστής, επειδή πολλοί επιστήμονες, όπως ο ερευνητής γονιδιώματος Φράνσις Κόλλινς, είναι χριστιανοί». Η Γκρίνφιλντ έχει σαφώς δίκαιο. Υπό μία άποψη, η επιστήμη δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να πει για το Θεό. Όπως ορθώς παρατήρησε ο σπουδαίος εξελικτικός βιολόγος του Χάρβαρντ, Stephen Jay Gould (1941-2002), «η επιστήμη απλώς δεν μπορεί (με τις μεθόδους της) να αποφανθεί για το ζήτημα πιθανής επιτήρησης της φύσης από το Θεό. Δεν το επιβεβαιώνουμε ούτε το αρνούμαστε· απλά δεν μπορούμε να το σχολιάσουμε ως επιστήμονες».

Ο «Νέος Αθεϊσμός» θέτει την επιστήμη και τη θρησκεία σε μια μόνιμη αντιπαράθεση, με τον τελικό θρίαμβο της επιστήμης να είναι πλέον θέμα χρόνου. Έτσι η επιστήμη έχει καταντήσει όπλο στον πόλεμο κατά της θρησκείας. Δεν είναι παράλογο να υποστηρίζουμε ότι ο νέος αυτός αθεϊσμός αντικατοπτρίζει το πολιτισμικό στερεότυπο ενός «πολέμου» ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία, επειδή εξαρτάται από αυτόν για την αξιοπιστία του. Το θέμα δεν βρίσκεται όμως εκεί. Οι ιστορικοί της επιστήμης συμφωνούν στα συμπεράσματα της δεκαετίας του 1970 ότι η αντιπαράθεση της  επιστήμης με την θρησκεία είναι ιστορικά αβάσιμη. Οι ιστορικοί μύθοι πάνω στους οποίους αυτό το μοντέλο στηριζόταν τόσο αποφασιστικά – όσον αφορά την εκλαϊκευμένη αθεϊστική προπαγάνδα – έχουν καταρρεύσει.

Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα παρατηρεί κανείς ότι η κοινή γνώμη είναι περισσότερο πρόθυμη να εγκαταλείψει απόλυτους, διχοτομικούς τρόπους σκέψης και να ασχολείται με τις ουσιαστικές  πλοκές της ιστορίας και του πολιτισμού, αντί με ανούσια σλόγκαν και στερεότυπα. Όλοι πλέον γνωρίζουν ότι οι όροι «επιστήμη» και «θρησκεία» συνδέονται πολύπλοκα με ποικίλες πεποιθήσεις, πρακτικές και κοινότητες.

Ο Alister McGrath, πρώην άθεος, σήμερα διδάσκει θεολογία στο King's College του Λονδίνου. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Επιστήμη και Θρησκεία: Μια νέα εισαγωγή» (Wiley Blackwell, 2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια: